προσπενθώ

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
πενθώ για κάτι επιπροσθέτως.