προσριζόφυλλος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσριζόφυλλος Medium diacritics: προσριζόφυλλος Low diacritics: προσριζόφυλλος Capitals: ΠΡΟΣΡΙΖΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: prosrizóphyllos Transliteration B: prosrizophyllos Transliteration C: prosrizofyllos Beta Code: prosrizo/fullos

English (LSJ)

προσριζόφυλλον, with sessile leaves, Thphr. HP 6.6.2.

German (Pape)

[Seite 779] mit Blättern an der Wurzel, Diosc.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που έχει φύλλα κοντά στη ρίζα, αυτός που έχει άμισχα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥιζόφυλλος (< ῥίζα + φύλλον)].