προσωπαλγία

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η, Ν
νευραλγία του τριδύμου η οποία προέρχεται από ψύξη ή από δύσκολη έκφυση οδόντος, ιδίως σωφρονιστήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + -αλγία Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].