προϊστορία
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
η, Ν
1. η πριν από τους ιστορικούς χρόνους περίοδος
2. ο κλάδος της ιστορίας που μελετά την εξέλιξη τών ανθρώπινων κοινωνιών πριν από την εμφάνιση της γραφής
3. το μάθημα αυτής της επιστήμης και το σχετικό σύγγραμμα
4. μτφ. σύνολο γεγονότων που αφορούν μια κατάσταση που προηγήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ιστορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].