προῆχα

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

v. προάγω.

Russian (Dvoretsky)

προῆχα: pf. к προάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προῆχα indic. perf. act. van προάγω.