πρωταπριλιά

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η πρώτη ημέρα του Απριλίου
2. (λαογρ.) η παιγνιώδης συνήθεια να λένε οι άνθρωποι ψέματα την ημέρα αυτή που, κατά τη λαϊκή παράδοση, αποτελούσε σκόπιμο ξεγέλασμα τών βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ή, γενικότερα, αποσκοπούσε στην παραπλάνηση τών κακών δυνάμεων που ελλοχεύουν, ενώ σήμερα κατέληξε να είναι ένας απλός αστεϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + Απρίλης + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρωτομαγιά)].