πρωτοβλέπω

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

Ν
1. βλέπω κάποιον ή κάτι για πρώτη φορά
2. βλέπω κάποιον ή κάτι πρώτος εγώ.