πρωτογνώριστος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν πρωτογνωρίζω
αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.).
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-η, -ο, Ν πρωτογνωρίζω
αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.).