πρωτογνώριστος
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν πρωτογνωρίζω
αυτός τον οποίο γνωρίζει ή αισθάνεται κανείς για πρώτη φορά («μιαν ανατριχίλα πρωτογνώριστη», Παλαμ.).