πρωτογνωρίζω

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

Ν
γνωρίζω κάποιον ή κάτι για πρώτη φορά («τον πρωτογνώρισα πριν από τρία χρόνια»).