πρωτοκλέφτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. πρωτοκλέφτρα, Ν
1. (στην τουρκοκρατία) ο αρχηγός, ο καπετάνιος τών κλεφτών
2. κλέφταρος, αρχικλέφτης.