πρωτοστατώ

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

πρωτοστατῶ, -έω, ΝΜΑ πρωτοστάτης
νεοελλ.
είμαι πρωτοστάτης, προΐσταμαι και διαδραματίζω πρωτεύοντα ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, είμαι πρωτεργάτης («ο Γληνός πρωτοστάτησε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»)
αρχ.
1. στέκομαι πρώτος ή στέκομαι στην πρώτη τάξη
2. (στην Αίγυπτο) είμαι πρωτότοκος.