πρῳρατικός
From LSJ
English (LSJ)
πρῳρατική, πρῳρατικόν,
A of or for a πρῳράτης, ἑδώλιον Poll.1.89.
II Subst. πρῳρατική, ἡ, prowawning, PCair.Zen.54.13,27 (iii B.C., πρωιρ-).
Greek (Liddell-Scott)
πρῳρᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρῳράτην, Πολυδ. Α΄, 89.