πρῷμος
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
πρῷμον, Att. for πρώϊμος, Ar.Fr.373.
German (Pape)
[Seite 803] att. statt πρώϊμος, vgl. Piers. zu Moeris 300, Lob. zu Phryn. 52 u. Tim. lex.; Andere ziehen die Schreibung πρῶμος vor.
Russian (Dvoretsky)
πρῷμος: стяж. = πρώϊμος.
Greek (Liddell-Scott)
πρῷμος: -ον, Ἀττ. ἀντὶ πρώϊμος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 340.
Greek Monolingual
-ον, Α
(αττ. τ.) βλ. πρώιμος.