πτόηση

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

η, / πτόησις, -ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
το αποτέλεσμα του πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα.