Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
η, / πτόησις, -ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]το αποτέλεσμα του πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα.