πυθαγόρειος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
-α, -ο / πυθαγόρειος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και πυθαγορεία Μ Πυθαγόρας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Πυθαγόρα ή στη σχολή του
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυθαγόρειοι
οπαδοί της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα ή μαθητές της σχολής του
νεοελλ.
φρ. μαθ. α) «πυθαγόρειο θεώρημα» — το θεώρημα κατά το οποίο σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο το άθροισμα τών τετραγώνων τών δύο κάθετων πλευρών είναι ίσο με το τετράγωνο της υποτείνουσας: β2 + γ2 = α2
β) «πυθαγόρειος πίνακας» — πίνακας πολλαπλασιασμού που αποδίδεται στον Πυθαγόρα και που δίνει τα γινόμενα τών δέκα πρώτων ακέραιων αριθμών.