πυκνάδα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πυκνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός. Η λ., στον πληθ. πυκνάδες, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].