πυκνότριχος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος.