ρέμβη

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ῥέμβη, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης
αρχ.-μσν.
η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].