ρίζωση
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
η / ῥίζωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ῥιζῶ(-ώνω)]
1. (για φυτό) πιάσιμο ρίζας, έκφυση ριζών, ανάπτυξη ριζών, ρίζωμα
2. μτφ. στερέωση, σταθεροποίηση
αρχ.
μτφ.
1. σχηματισμός, μορφοποίηση του εμβρύου
2. σχηματισμός τών φλεβών και τών αρτηριών.