ραβδώνω

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

Ν, και μόνον το μέσ. ῥαβδοῦμαι, -όομαι Α
μέσ. ραβδώνομαι και ῥαβδοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι ραβδωτός, έχω ραβδώσεις
νεοελλ.
(το ενεργ.) ενεργώ έτσι ώστε να σχηματιστούν ραβδώσεις, αυλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος. Ο τ. ραβδόω, - μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].