ραχούλα

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μικρή ράχη, χαμηλό ύψωμα, βουναλάκι («έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράχη + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα, ψυχούλα)].