ραχούλα

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

η, Ν
μικρή ράχη, χαμηλό ύψωμα, βουναλάκι («έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράχη + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα, ψυχούλα)].