ρεσάλτο

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

το, Ν
1. έφοδος ειδικού αγήματος πλοίου για κατάληψη εχθρικού πλοίου έπειτα από εμβολή του
2. μτφ. τολμηρή, απεγνωσμένη απόπειρα ή επίθεση, έφοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risalto].