κατάληψη
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
Greek Monolingual
η (AM κατάληψις) καταλαμβάνω
1. το να καταληφθεί, να κυριευθεί τοποθεσία, πόλη κ.λπ., κατάκτηση
2. το να καταλάβει, να συλλάβει με τον νου κάποιος κάτι, η κατανόηση
3. το να καταληφθεί, να πιαστεί κάποιος τη στιγμή που διαπράττει αδίκημα
νεοελλ.
στρ. η είσοδος στο έδαφος του αντιπάλου, μετά από μάχη ή χωρίς μάχη, η οποία αν γίνει μετά από πολιορκία χαρακτηρίζεται συν. ως άλωση ή, αν γίνει για δεύτερη φορά στην ίδια χρονική περίοδο, λέγεται ανακατάληψη
αρχ.
1. προσβολή, επίθεση
2. κατοχή, κτήση («καταλήψεις πολέμου» — εχθρική κατοχή, Αππιανός)
3. η άσκηση επιρροής σε κάποιον
4. η δοκιμή τών χορδών μουσικού οργάνου με τα δάχτυλα ή με πλήκτρο για να εξακριβωθεί αν αποδίδουν τον σωστό ήχο
5. ιατρ. α) η πίεση με τα δάχτυλα επιδέσμων ή εργαλείων για να συγκρατηθεί η ροή του αίματος
β) κράτηση, επίσχεση, η οποία προκαλείται από έμφραξη («κατάληψις ούρων, χυμών, πνεύματος» Γαλην.)
γ) η καταληψία.