ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
-ες / ῥευματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ ῥεῦμα, -ατος
νεοελλ.
(για πόνο) αυτός που μοιάζει με ρευματικό, χωρίς όμως να είναι ρευματικής φύσης
μσν.
εξογκωμένος λόγω συρροής υδάτων («ῥευματώδεις ποταμοί», Τζέτζ)
αρχ.
όμοιος με καταρροή.