ρευματικό
From LSJ
ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥευματικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος»)
2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική
αυτός που πάσχει από ρευματισμούς
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά
η ρευματαλγία, οι ρευματισμοί («πάσχει από ρευματικά»)
4. φρ. «ρευματικός πυρετός»
ιατρ. φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού που ακολουθεί σε στρεπτοκοκκική λοίμωξη τών ανώτερων αεροφόρων οδών και προσβάλλει, κυρίως, νέα άτομα
αρχ.
αυτός που υπόκειται σε καταρροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα, -ατος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. rheumatic].