ρητοροδιδάσκαλος

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

ο / ῥητοροδιδάσκαλος, ΝΜΑ
δάσκαλος της ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, -ορος + διδάσκαλος.