ρινόλιθος

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. λίθος που σχηματίζεται από διάφορα άλατα στη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinolith (< ῥίς, ῥινός + λίθος)].