ριπιστήριον

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
το ριπίδιον, το λειτουργικό όργανο με το οποίο οι διάκονοι απομάκρυναν τα έντομα από τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον, κοπανιστήριον)].