ροδάριον

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τριαντάφυλλο ως κόσμημα, ως διακοσμητικό μοτίβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. γλωσσάριον, ἱππάριον)].