μοτίβο

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

το
άκλ.
1. μουσ. μικρή χαρακτηριστική μελωδική ή αρμονική ή ρυθμική μουσική ιδέα, που αναπαράγεται και παραλλάσσεται κατά τη διάρκεια μιας σύνθεσης
2. (καλ. τεχν.) επαναλαμβανόμενο, συνήθως, διακοσμητικό στοιχείο σε μια σύνθεση
3. αιτία, κίνητρο, ελατήριο
4. (γενικά) θέμα, υπόθεση
5. μτφ. καθετί το οποίο επαναλαμβάνεται στερεότυπα, επωδός, ρεφραίν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motivo < γαλλ. motif < μσν. λατ. motivus < λατ. motus < movēre «κινώ»]