ροδίτης

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

ο / ῥοδίτης, ΝΜΑ
(ενν. οίνος) κρασί αρωματισμένο με ροδοπέταλα ή με εκχύλισμα ρόδων
νεοελλ.
1. ποικιλία γλυκού σταφυλιού με ρόδινο χρώμα
2. γένος υμενόπτερων εντόμων που ζουν παρασιτικά στη ροδή, στην τριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].