ροδοειδής

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με ρόδο, με το χρώμα του ρόδου'
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥοδοειδές
ονομασία φαρμάκων για την κατάπαυση της ρινορραγίας.
επίρρ...
ῥοδοειδῶς Μ
σαν ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -ειδής)].