δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ές, Αφρ. «βάμμα ροδομιγές» — βάμμα από απόσταγμα ρόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. νεφελο-μιγής, πορφυρο-μιγής.