ροδωπός

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥοδωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. θηλ. ῥοδῶπις, -ιδος, Α
αυτός που έχει ρόδινη όψη, που είναι ροδοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -ωπός].