ρυπαρότητα

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

η / ῥυπαρότης, -ητος, ΝΑ ῥυπαρός
νεοελλ.
1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο
2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες»)
3. μτφ. η ιδιότητα του ανήθικου, φαυλότητα
αρχ.
αγένεια ή δουλοπρέπεια.