ρωγαλίδα

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

η, Ν
είδος αράχνης, η ρώβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα «αράχνη» + επίθημα -αλίδα (πρβλ. φουσκαλίδα)].