ρωγαλίδα

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

η, Ν
είδος αράχνης, η ρώβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα «αράχνη» + επίθημα -αλίδα (πρβλ. φουσκαλίδα)].