ρόδακας
Greek Monolingual
και λόγιος τ. ρόδαξ, ο, Ν
1. μικρό τριαντάφυλλο, τριανταφυλλάκι
2. βοτ. ακτινωτή διάταξη τών φύλλων ορισμένων φυτών από κοντό βλαστό πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, όπως λ.χ. του ραδικιού
3. γλυπτό κόσμημα σε σχήμα μικρού τριαντάφυλλου
4. (στη γοτθική αρχιτεκτονική) κυκλικός φωταγωγός πάνω από τις πύλες ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + επίθημα -αξ / -ακας (πρβλ. πίν-αξ / -ακας)].