πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
(=σέρνω). Ἀντί ἑρύω, γιατί τό ρύω δέν ὑπάρχει, ἀλλά μόνο τό μέσο ρύομαι, ὅπου δές γιά παράγωγα.