σάρα

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η, Ν
1. κάθε άχρηστο πράγμα ή απόρριμμα
2. απότομη ορεινή πλαγιά γεμάτη χαλίκια
3. φρ. «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα»
μτφ. πλήθος ατόμων διαφορετικής προέλευσης, και ιδίως του υποκόσμου, συγκεντρωμένο σε έναν χώρο, όχλος, συρφετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σαρώνω (πρβλ. πύρα: πυρώνω)].