σέκος

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

Ν
(άκλ. επίθ.) φρ. «έμεινε σέκος» — έμεινε ξερός, άναυδος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secco «ξερός»].