ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
pf. de σήπω.
σέσηπα: παρακ. του σήπω.
σέσηπα: pf. в знач. praes. к σήπω.
σέσηπα perf. act. van σήπω.