σέσηπα

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de σήπω.

Greek Monotonic

σέσηπα: παρακ. του σήπω.

Russian (Dvoretsky)

σέσηπα: pf. в знач. praes. к σήπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέσηπα perf. act. van σήπω.