σίξις

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίξις Medium diacritics: σίξις Low diacritics: σίξις Capitals: ΣΙΞΙΣ
Transliteration A: síxis Transliteration B: sixis Transliteration C: siksis Beta Code: si/cis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σίζω) hissing, such as is made by plunging hot metal in water, Arist.Mete.369b17.

Greek (Liddell-Scott)

σίξις: -εως, ἡ, (σίζω) ὁ συριστικὸς ἦχος ὃν παράγει θερμὸν μέταλλον ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ ὕδωρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σίζω
ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό.