σίττυβον

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496

Greek (Liddell-Scott)

σίττυβον: τό, μικρὸν δερμάτιον, τεμάχιον δέρματος, Ἀρκάδ. 122, Φώτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κατά τον Ηρωδιαν. και τον Φώτ.) μικρό τεμάχιο δέρματος
2. στον πληθ. τὰ σίττυβα
(κατά τον Πολυδ.) «χιτὼν ἐκ δερμάτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σίττυβα ()].