σίτωμα

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτωμα Medium diacritics: σίτωμα Low diacritics: σίτωμα Capitals: ΣΙΤΩΜΑ
Transliteration A: sítōma Transliteration B: sitōma Transliteration C: sitoma Beta Code: si/twma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, provisions, Sammelb.4425 iv 1 (ii A.D.).

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
1. ημερομίσθιο σε σιτάρι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σιτώματα
τρόφιμα, προμήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].