σίτωμα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, provisions, Sammelb.4425 iv 1 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
1. ημερομίσθιο σε σιτάρι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σιτώματα
τρόφιμα, προμήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].