σαντούρι

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

το, Ν
έγχορδο μουσικό όργανο του οποίου το ηχείο έχει τραπεζοειδές σχήμα και το οποίο παίζεται με δύο λεπτά χειρόπληκτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. santur].