ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
Source
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de σήπω.
Greek Monotonic
σᾰπείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του σήπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαπείς, aor. -η ptc. van σήπω.
Russian (Dvoretsky)
σᾰπείς: εῖσα, έν part. aor. 2 pass. к σήπω.