σεληνοφώτιστος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
σεληνόφωτος («σεληνοφώτιστα βράδια», Κ. Καρυωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη].