σεληνόφως
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
ωτος, τό, moonlight, moonshine, Chaerem.14.
German (Pape)
[Seite 870] ωτος, τό, Mondlicht, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 b.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνόφως: -ωτος, τό, φῶς τῆς σελήνης, φέγγος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λυκόφως, σκιόφως.
Greek Monolingual
-ωτος, το, ΝΑ, και σεληνόφωτο Ν
1. αστρον. το φως που προέρχεται από τη Σελήνη και διαχέεται στην ατμόσφαιρα της Γης, το φεγγαρόφωτο («ἔκειτο δ' ἡ μὲν λευκὸν εἰς σεληνόφως φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος», Χαιρήμ.)
νεοελλ.
φρ. «Σονάτα υπό το σεληνόφως» — σονάτα για πιάνο αριθ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 27 αριθ. 2 του Μπετόβεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φώς, φωτός].