σεμνοπανούργος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ενώ είναι πανούργος, φαύλος, εμφανίζεται ως σοβαρός και σπουδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + πανοῦργος.