σηματοδοσία

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν σηματοδότης
1. (ναυτ.-στρ.) η μεταβίβαση από ένα σημείο σε άλλο σημάτων με καθορισμένο τρόπο ή σύντομων φράσεων με το αλφάβητο μορς
2. «σηματοδοσία διά βραχιόνων»
ναυτ. μετάδοση σημάτων με σηματογράφο.